- ῥιζοτομηθεῖσα
- ῥιζοτομέωcutaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ριζοτομώ — ῥιζοτομῶ, έω, ΝΜΑ [ῥιζοτόμος] κόβω και συλλέγω ρίζες για φαρμακευτική ή μαγική χρήση αρχ. 1. συλλέγω ρίζες για τροφή 2. περικόπτω τις ρίζες δέντρου σκάβοντας τον χώρο γύρω από αυτές («συκῆ ῥιζοτομηθεῑσα», Θεόφρ.) 3. μτφ. ξεριζώνω, αφανίζω («τοὺς… … Dictionary of Greek